- λυτρών
- λυτρών, -ῶνος, ὁ (Α)αφοδευτήριο, απόπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυ- τού λύω + επίθημα -τρών (πρβλ. λου-τρών, πε-τρών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυτρῶν — λυτρόω release on receipt of a ransom pres part act masc voc sg (doric aeolic) λυτρόω release on receipt of a ransom pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λυτρόω release on receipt of a ransom pres part act masc nom sg λυτρόω release… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύτρων — λύτρον price of release neut gen pl λυτρόω release on receipt of a ransom imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λυτρόω release on receipt of a ransom imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αντίλυτρον — ἀντίλυτρον, το (AM) αυτό που δίνεται αντί λύτρων, αντίτιμο για τη λύτρωση («Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» ΚΔ) αρχ. το αντίδοτο … Dictionary of Greek
απολύτρωση — Η απαλλαγή του ανθρώπου από τα βάσανα και την αθλιότητα του κόσμου. Η κάθαρση από τα παθήματα, που ο Αριστοτέλης θεωρεί σκοπό της θεατρικής τέχνης (ειδικότερα της τραγικής), είναι επίσης μια α. Ο πόθος για α. είναι φαινόμενο πανανθρώπινο και το… … Dictionary of Greek
διαλύτρωσις — ( εως), η (Α) [λύτρωσις] η απελευθέρωση αιχμαλώτων με την καταβολή λύτρων … Dictionary of Greek
εξαγορά — η (Μ ἐξαγορά) 1. αντίτιμο («να δώσετε εξαγορά τής γής») 2. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («εξαγορά αιχμαλώτων») νεοελλ. 1. αγορά στο ακέραιο («η εξαγορά τού μεριδίου τών συγκληρονόμων») 2. δωροδοκία («εξαγορά των δικαστών, συνειδήσεων») 3.… … Dictionary of Greek
εξαγόραση — η (AM ἐξαγόρασις) [εξαγοράζω] 1. απελευθέρωση με την καταβολή λύτρων 2. λύτρωση, απολύτρωση … Dictionary of Greek
εξαποστέλλω — και ξαποστέλνω (AM ἐξαποστέλλω και ξαποστέλνω) στέλνω έξω, μακριά («ἐξαπέστειλαν πρεσβευτὰς πρὸς Ἀντίοχον», Πολ.) νεοελλ. ειρων. ξεπροβοδώνω κάποιο, τόν αποπέμπω βιαίως, τόν διώχνω, τόν ξεφορτώνομαι μσν. στέλνω πίσω αρχ. 1. αφήνω έναν αιχμάλωτο… … Dictionary of Greek